- υπερβέβαιος
- α, ο[ν] совершенно уверенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερβέβαιος — η, ο, θηλ. και αία, Ν περισσότερο και από βέβαιος, απόλυτα βέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + βέβαιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα] … Dictionary of Greek
υπερβέβαιος — η, ο ο εντελώς βέβαιος, ο βεβαιότατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… … Dictionary of Greek